- ἠχήεντες
- ἠχήειςsoundingmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπάροιθε(ν) — Α Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.) 1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ. β. «τῆς δ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.) 2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.) II. (ως επίρρημα) 1. τοπ. μπροστά… … Dictionary of Greek